ἀσχημοσύνη

ἀσχημοσύνη
-ης + N 1 37-0-2-2-3=44 Ex 20,26; 22,26; 28,42; Lv 18,6.7
shame Sir 26,8; looseness, impudence Sir 30,13; shame (rendering Hebr. ערוהnakedness) Ex 20,26;
disgrace Ezr 4,14; disgrace, indecorum (rendering Hebr. צאה excrement) Dt 23,14
Cf. DOGNIEZ 1992, 261; LE BOULLUEC 1989, 293

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀσχημοσύνη — want of form fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχημοσύνῃ — ἀσχημοσύνη want of form fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασχημοσύνη — η (AM ἀσχημοσύνη) [ασχήμων] 1. άπρεπη, αισχρή συμπεριφορά 2. άσεμνη πράξη 3. έλλειψη ευπρέπειας αρχ. 1. έλλειψη σχήματος ή μορφής 2. παραμόρφωση του προσώπου εξαιτίας μορφασμών που προκαλεί η μεγάλη προσπάθεια ή η ένταση 3. καταισχύνη, ονειδισμός …   Dictionary of Greek

  • ασχημοσύνη — η απρέπεια, ακοσμία: Κάποτε έπρεπε να σταματήσουν αυτές οι ασχημοσύνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κἀσχημοσύνῃ — ἀσχημοσύνῃ , ἀσχημοσύνη want of form fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχημοσύναι — ἀσχημοσύνη want of form fem nom/voc pl ἀσχημοσύνᾱͅ , ἀσχημοσύνη want of form fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχημοσύναις — ἀσχημοσύνη want of form fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχημοσύνην — ἀσχημοσύνη want of form fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχημοσύνης — ἀσχημοσύνη want of form fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχημοσύνας — ἀσχημοσύνᾱς , ἀσχημοσύνη want of form fem acc pl ἀσχημοσύνᾱς , ἀσχημοσύνη want of form fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • посрамощение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ἀσχημοσύνη) посрамление, стыд, бесчетие. … …   Словарь церковнославянского языка

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”